- σπουδαρχαιρεσίαι
- σπουδαρχαιρεσίαςa busy electioneerermasc nom/voc plσπουδαρχαιρεσίᾱͅ , σπουδαρχαιρεσίαςa busy electioneerermasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπουδαρχαιρεσίαι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ περὶ τὰ ἀρχαιρεσία σπουδάζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + ἀρχαιρεσία] … Dictionary of Greek